- δειματώδης
- δειματώδης, -ες (Α) [δείμα]τρομερός, φοβερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δειματώδης — terrible masc/fem acc pl (attic epic doric) δειματώδης terrible masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) δειματώδης terrible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειματωδέστερον — δειματώδης terrible adverbial comp δειματώδης terrible masc acc comp sg δειματώδης terrible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειματώδει — δειματώδης terrible masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δειματώδης terrible masc/fem/neut dat sg δειματώδεϊ , δειματώδης terrible dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειματῶδες — δειματώδης terrible masc/fem voc sg δειματώδης terrible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειματώδεις — δειματώδης terrible masc/fem acc pl δειματώδης terrible masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειματώδεες — δειματώδης terrible masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… … Dictionary of Greek